- οὐραγῶν
- οὐραγέωto bepres part act masc nom sg (attic epic doric)οὐρᾱγῶν , οὐραγόςleader of the rearguardmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προοδεύω — ΝΜΑ [πρόοδος] οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ νεοελλ. 1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα») 2.… … Dictionary of Greek
ՎԵՐՋԱՊԱՀ — (ի, աց.) NBH 2 0816 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 13c ա.գ. οὑράγων extremum agmen ducens. Որ պահէ եւ վարէ զվերջս բանակին. իշխան կամ գունդ՝ որ զկնի ամենեցուն գայ. *Վերջապահք զկնի տապանակին տեառն. Յես. ՟Զ. 9: *Եւ սոցա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)